- σάζι
- το сорт камыша
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σάζι — το, Ν 1. είδος εύκαμπτου καλάμου που χρησιμοποιείται για ψάθες 2. μουσ. λάουτο τής Ανατολής που έχει απιοειδές σχήμα και μακρύ βραχίονα με τρία ζεύγη μεταλλικών χορδών … Dictionary of Greek
σαζένιος — α, ο, Ν ο φτιαγμένος με σάζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάζι + κατάλ. ένιος (πρβλ. μαρμαρ ένιος)] … Dictionary of Greek
σαζ — το, Ν μουσ. βλ. σάζι … Dictionary of Greek
ταμπουράς — Έγχορδο μουσικό όργανο, από τα αρχαιότερα και λαϊκότερα της ελληνικής οργανολογίας. Η αρχαία ονομασία του είναι πανδουρίς, πανδούρα, φανδούρος, θαβούρα, θαμβούριν και ταμπούριν· τον συναντάμε στα Ακριτικά Έπη (9ος 11ος αι.) ως ταμπούραν. Ο τ.… … Dictionary of Greek